μάκενα

μάκενα
η
(λ. ιταλ.), η μηχανή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μάκενα — και μάκινα, η 1. μηχανή, μηχάνημα 2. μτφ. μηχανορραφία, σκευωρία, τέχνασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. macchina < λατ. machina < ελλ. δωρ. τ. μαχανά] …   Dictionary of Greek

  • μάκινα — η βλ. μάκενα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”